- ευκατάφορος
- εὐκατάφορος, -ον (ΑΜ)αυτός που έχει κλίση, τάση προς κάτι, ο επιρρεπής («εὐκατάφοροί ἐσμεν μᾱλλον πρὸς ἀκολασίαν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά-φορος (< κατα-φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐκατάφορος — prone towards masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάφορον — εὐκατάφορος prone towards masc/fem acc sg εὐκατάφορος prone towards neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφορώτεροι — εὐκατάφορος prone towards masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφόροις — εὐκατάφορος prone towards masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφόρους — εὐκατάφορος prone towards masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφόρων — εὐκατάφορος prone towards masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάφορα — εὐκατάφορος prone towards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάφοροι — εὐκατάφορος prone towards masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκατάτροχος — εὐκατάτροχος, ον (ΑΜ) ευκατάφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα τρέχω] … Dictionary of Greek
ευκαταφορία — εὐκαταφορία, ἡ (Α) [ευκατάφορος] η τάση, η ροπή προς κάτι … Dictionary of Greek